ιερώσυνος

ιερώσυνος
ἱερώσυνος και ἱερεώσυνος και ἱερειώσυνος, -ύνη, -ον (Α)
1. ιερατικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερώσυνα
α) το μερίδιο τού ιερέα από τα θυσιαζόμενα ζώα
β. τα μέρη τού θύματος που καίγονταν για τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Για το -ω- τού τ. βλ. λ. ιερωσύνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἱερωσύναις — ἱερώσυνος priestly fem dat pl ἱερωσύνη priesthood fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνη — ἱερώσυνος priestly fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνην — ἱερώσυνος priestly fem acc sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνης — ἱερώσυνος priestly fem gen sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνῃ — ἱερώσυνος priestly fem dat sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνῃσιν — ἱερώσυνος priestly fem dat pl (epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερώσυνα — ἱερώσυνος priestly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνας — ἱερωσύνᾱς , ἱερώσυνος priestly fem acc pl ἱερωσύνᾱς , ἱερώσυνος priestly fem gen sg (doric aeolic) ἱερωσύνᾱς , ἱερωσύνη priesthood fem acc pl ἱερωσύνᾱς , ἱερωσύνη priesthood fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερωσύνιον — ἱερωσύνιον, τὸ (Α) [ιερώσυνος] ιερωσύνη, ιερατεία …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”